συγγείτων

From LSJ
Revision as of 09:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγείτων Medium diacritics: συγγείτων Low diacritics: συγγείτων Capitals: ΣΥΓΓΕΙΤΩΝ
Transliteration A: syngeítōn Transliteration B: syngeitōn Transliteration C: syggeiton Beta Code: suggei/twn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, bordering, neighbouring, γαῖα E.Supp.386, cf. Epigr. in POxy.662.43 (Leon.): as substantive, PLond.5.1708.188.

German (Pape)

[Seite 961] ονος, benachbart, angränzend, γαῖα, Eur. Suppl. 402.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
limitrophe.
Étymologie: σύν, γείτων.

Greek (Liddell-Scott)

συγγείτων: -ονος, ὁ, ἡ, γειτνιάζων, ὅμορος, συγγείτον’ οἰκῶν γαῖαν Εὐρ. Ἱκ. 386.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. γειτονικός
2. ως ουσ. γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτων, -ονος).

Greek Monotonic

συγγείτων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που συνορεύει με, γειτονικός, γείτονας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συγγείτων: ονος adj. сопредельный, соседний (γαῖα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγγείτων -ονος [σύν, γείτων] als adj. naburig, aangrenzend.

Middle Liddell

συγ-γείτων, ονος, ὁ, ἡ,
bordering, neighbouring, Eur.