συνεπιπάσχω

From LSJ
Revision as of 09:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιπάσχω Medium diacritics: συνεπιπάσχω Low diacritics: συνεπιπάσχω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΠΑΣΧΩ
Transliteration A: synepipáschō Transliteration B: synepipaschō Transliteration C: synepipascho Beta Code: sunepipa/sxw

English (LSJ)

feel emotion together, μετὰ πάθους τινός ib.1037b.

French (Bailly abrégé)

s'associer à la douleur ou aux sentiments de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπιπάσχω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιπάσχω: ὁμοῦ πάσχω, ὁμοῦ αἰσθάνομαι συγκίνησιν, ὥσπερ ἐν δίκῃ μ. τὰ πάθους τινὸς συνεπιπάσχων Πλούτ. 2. 1037Α.

Greek Monolingual

Α
αισθάνομαι επίσης συγκίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπὶ + πάσχω.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιπάσχω: вместе страдать: μετὰ πάθους τινὸς σ. Plut. разделять чье-л. страдание.