ἀναλλοίωτος

From LSJ
Revision as of 09:38, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλλοίωτος Medium diacritics: ἀναλλοίωτος Low diacritics: αναλλοίωτος Capitals: ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΟΣ
Transliteration A: analloíōtos Transliteration B: analloiōtos Transliteration C: analloiotos Beta Code: a)nalloi/wtos

English (LSJ)

ον, unchangeable, Arist.Metaph.1073a11, Cael.270a14; ἀ. τὴν φωνήν D.L.4.17; κάλλος Ph.1.649; of undigested food, Gal.6.575; ἀ. ὕλη Stoic.2.114; not permitting change, Thphr.CP6.10.1.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no transformado, no digerido de alimentos, Gal.6.575.
2 inalterable, inmutable τὸ πᾶν D.L.9.24 (= Meliss.A 1) cf. D.L.9.44 (= Meliss.A 1) ἡ οὐσία Arist.Metaph.1073a11, τὸ ... κύκλῳ σῶμα φερόμενον Arist.Cael.270a14, ὕλη Chrysipp.Stoic.2.114, κάλλος Ph.1.649, τὴν φωνὴν D.L.4.17, τὸ γεννᾶν Procl.Inst.27, σκοπῷ ἀναλλοιώτῳ PMonac.13.11 (VI a.C.).
3 que mantiene inalterable τὸ δ' ἁλμυρὸν ... ἀσαπὲς καὶ ἀναλλοίωτον la salinidad (para las plantas) evita la putrefacción y las conserva Thphr.CP 6.10.3.
II adv. -ως sin cambio Cyr.Al.Nest.1.3 p.22.

German (Pape)

[Seite 196] unveränderlich, Plut. de an. procr. 25. – Adv. ἀναλλοιώτως, Diog. L.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
invariable, immuable.
Étymologie: , ἀλλοιόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλλοίωτος: -ον, ἀμετάβλητος, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 7, 13, Οὐρ. 1. 3, 9· «ἀναλλοίωτον, ἄτρεπτον, τὸ μὴ ἀλλοιούμενον, ὅ ἐστι ἄλλο ἐξ ἄλλου γινόμενον» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -ως Διογ. Λ. 4. 16.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναλλοίωτος, -ον) ἀλλοιῶ
αυτός που δεν αλλοιώθηκε ή δεν μπορεί να αλλοιωθεί, αμετάβλητος, και επεκτατικά σταθερός, ακλόνητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλλοίωτος: не подверженный изменениям, неизменяющийся (οὐσία Arst.; φύσις Plut.).