σχημάτιον

From LSJ
Revision as of 09:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχημᾰτιον Medium diacritics: σχημάτιον Low diacritics: σχημάτιον Capitals: ΣΧΗΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: schēmátion Transliteration B: schēmation Transliteration C: schimation Beta Code: sxhma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of σχῆμα: in plural, the figures of a dance, Λακωνικὰ σχημάτια Hdt.6.129; figures of speech, Longin.17.1.

German (Pape)

[Seite 1055] τό, dim. von σχῆμα, im plur. bes. Tänze, Tanzfiguren, Λακωνικά Her. 6, 129.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
figure de danse.
Étymologie: σχῆμα.

Greek (Liddell-Scott)

σχημάτιον: [ᾰ], ὑποκορ. τοῦ σχῆμα· ἐν τῷ πληθ., σχήματα ὀρχήσεως, σχημάτια Λακωνικὰ Ἡρόδ. 6. 129· τρόποι ἢ σχήματα τοῦ λόγου, Λογγῖν. 17. 1.

Greek Monolingual

τὸ, Α σχῆμα, -ήματος]
1. υποκορ. μικρό σχήμα
2. στον πληθ. τὰ σχημάτια
α) χορευτικά σχήματα, φιγούρες
β) σχήματα λόγου.

Greek Monotonic

σχημάτιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του σχῆμα· στον πληθ., συγκεκριμένες κινήσεις χορού, χορευτικές φιγούρες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

σχημάτιον: (ᾰ) τό плясовая фигура, пляска (Ἀττικὰ σχημάτια Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχημάτιον -ου, τό [σχῆμα] danspas:. Λακωνικὰ σχημάτια Laconische danspasjes Hdt. 6.129.3.

Middle Liddell

σχημᾰ́τιον, ου, τό, [Dim. of σχῆμα; in plural]
the figures of a dance, Hdt.