φυλλόστρωτος

From LSJ
Revision as of 10:38, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυλλόστρωτος Medium diacritics: φυλλόστρωτος Low diacritics: φυλλόστρωτος Capitals: ΦΥΛΛΟΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: phyllóstrōtos Transliteration B: phyllostrōtos Transliteration C: fyllostrotos Beta Code: fullo/strwtos

English (LSJ)

ον, made of leafy branches, χαμεῦναι E.Rh.9 (anap.): leaf-strewn, heterocl. dat. φυλλοστρῶτι πέδῳ Theoc.Ep. 3.

German (Pape)

[Seite 1315] mit Blättern, Laub überstreu't, bedeckt, λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους Eur. Rhes. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
jonché de feuilles.
Étymologie: φύλλον, στρώννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλόστρωτος: -ον, ἐστρωμένος ἢ κεκαλυμμένος διὰ φύλλων, Εὐρ. Ρῆσ. 9· ― ἐκ τοῦ τύπου φυλλοστρώς, εὑρίσκομεν τὴν δοτ. φυλλοστρῶτι πέδῳ Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 429.

Greek Monolingual

-ον και φυλλοστρώς, -ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α
στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», Ευρ.
β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθό-στρωτος, πορφυρό-στρωτος].

Greek Monotonic

φυλλόστρωτος: -ον, στρωμένος ή καλυμμένος με φύλλα, σε Ευρ.· επίσης δοτ. φυλλοστρῶτι (όπως από φυλλο-στρώς), σε Θεόκρ.

Middle Liddell

φυλλό-στρωτος, ον,
strewed or covered with leaves, Eur.:—also dat. φυλλοστρῶτι (as if from φυλλο-στρώσ), Theocr.