ἀντιπροκαλέομαι

From LSJ
Revision as of 13:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπροκᾰλέομαι Medium diacritics: ἀντιπροκαλέομαι Low diacritics: αντιπροκαλέομαι Capitals: ΑΝΤΙΠΡΟΚΑΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: antiprokaléomai Transliteration B: antiprokaleomai Transliteration C: antiprokaleomai Beta Code: a)ntiprokale/omai

English (LSJ)

Med., retort a legal challenge (πρόκλησις), D.37.43; challenge in turn, c. acc. et inf., D.H. 15.8.

Spanish (DGE)

1 presentar a su vez una denuncia ante los tribunales ὅτι δ' οὖν ἠναγκαζόμην ... ἀντιπροκαλεῖσθαι D.37.43.
2 exigir a su vez c. ac. e inf. ἀντιπροκαλούμεθά τε ὑμᾶς ... ἐκχωρεῖν Φρεγέλλης D.H.15.8.

German (Pape)

[Seite 259] (s. καλέω), dagegen einen Vorschlag, Bedingungen machen, Dem. 37, 43; D. Hal.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
stipuler en retour ou à son tour.
Étymologie: ἀντί, προκαλέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπροκᾰλέομαι: μέσ., ἀντιτάσσω πρόκλησιν κατὰ προκλήσεως, ἠναγκαζόμην, παρ’ ἃ ἠγούμην δίκαι’ εἶναι, ἀντιπροκαλεῖσθαι Δημ. 979. 9: προκαλοῦμαι τὸν προκαλεσάμενον, ἀντιπροκαλούμεθα ὑμᾶς... ἐκχωρεῖν Φρεγέλης Διον. Ἁλ. τ. 4. σ. 2325 Reisk: - Ἐντεῦθεν ἀντιπρόκλησις, εως, ἡ, «ἀντιπροκλήσεις, ἀντιλογίαι, ἀντεγκλήματα» Ἡσύχ.

Greek Monotonic

ἀντιπροκᾰλέομαι: μέλ. -έσομαι, Μέσ., αντιτάσσω νόμιμη πρόκληση (πρόκλησις), σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπροκᾰλέομαι: противопоставлять или предлагать свои условия, выступать со своим предложением Dem.

Middle Liddell


Mid. to retort a legal challenge (πρόκλησις), Dem.