ἐπίγαμος
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
ον, A marriageable, masc. in Hdt.1.196; more freq. as fem., D.40.4, Pl. Ep.361d, Men.658, Epit.575, etc. II. = πατρῷος, Hsch. (fort. ἐπίπαμος· πατρῶχος).
German (Pape)
[Seite 931] heirathsfähig, (an der Heirath); Her. 1, 196; θυγάτηρ Dem. 40, 4; Men. fr. inc. 114; Plut. Cat. min. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nubile.
Étymologie: ἐπί, γάμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίγᾰμος: -ον, ὁ ἔχων ἡλικίαν γάμου, Ἡρόδ. 1. 196, Δημ. 1009, 14, κτλ.
Greek Monolingual
ἐπίγαμος, -ον (Α) γάμος
αυτός που έχει ηλικία γάμου.
Greek Monotonic
ἐπίγᾰμος: -ον (γαμέω), αυτός που βρίσκεται σε ηλικία γάμου, σε Ηρόδ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίγᾰμος: достигший брачного возраста (θυγάτηρ Arst., Dem.; ἀδελφῑδῆ Plut.).
Middle Liddell
ἐπί-γᾰμος, ον γαμέω
marriageable, Hdt., Dem.