ἐπικρῆσαι
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
v. ἐπικεράννυμι.
German (Pape)
[Seite 953] ep. aor. zu ἐπικεράννυμι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. de ἐπικεράννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρῆσαι: ἴδε ἐν λ. ἐπικεράννυμι.
English (Autenrieth)
see ἐπικίρνημι.
Greek Monotonic
ἐπικρῆσαι: Επικ. αντί -κεράσαι, απαρ. αορ. αʹ του ἐπικεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικρῆσαι: эп. inf. aor. к ἐπικεράννυμι.