ὀγκηθμός
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ὁ, A braying, of the ass, Luc.Asin.15, Gloss. II lowing, of the ox, Nonn.D.5.71.
German (Pape)
[Seite 290] ὁ, das Brüllen, bes. des Esels, Luc. Asin. 15.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
braiement.
Étymologie: ὀγκάομαι ; cf. βληχηθμός, κνυζηθμός, μυκηθμός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγκηθμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Ὄνος 15.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀγκηθμός)
κραυγή όνου, ογκάνισμα, γκάρισμα
αρχ.
μυκηθμός βοδιού, μούγκρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι + επίθημα -θμός (πρβλ. βρυχη-θμός, μυκη-θμός)].