ὁμοιοκατάληκτος
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ον, ending alike, ib.50.25, al.
German (Pape)
[Seite 335] von ähnlicher Endung, Gramm. u. Schol., z. B. zu Il. 11, 474.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de même terminaison.
Étymologie: ὅμοιος, καταλήγω.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοκατάληκτος: -ον, ὁ ὁμοίως καταλήγων, τὴν αὐτὴν κατάληξιν ἔχων, ἐπὶ στίχων, Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 96C· ῥῆμ.: ὁμοιοκαταληκτέω, αὐτόθι 115Α· οὐσιαστ. ὁμοιοκαταληξία, Εὐστ. 1399. 55· καὶ -ληξις, εως, ἡ, Σχολ. εἰς Ὀδ. Η. 115· ― ὡσαύτως, ὁμοιοκαταληκτώδης, ες, Βίος Ἰσοκρ. ἐν τοῖς Μουστοξύδου Ἀνεκδ. σ. 13. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 501.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμοιοκατάληκτος, -ον)
(για στίχους) αυτός που έχει την ίδια κατάληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + καταλήγω (πρβλ. μακρο-κατάληκτος)].
Greek Monotonic
ὁμοιοκατάληκτος: -ον, αυτός που έχει ομοιοκαταληξία, ρίμα, λέγεται για στίχους.