ὁτιοῦν
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
v. ὅστις iv. 2b. ὅτιπερ, v. ὅτι B. 1a. ὅτις, ὅτινα, ὅτινας, Ep. cases of ὅστις. ὀτίς, v. ὀτιαφόροι.
French (Bailly abrégé)
n. de ὁστισοῦν.
Greek (Liddell-Scott)
ὁτιοῦν: ἴδε ἐν λ. ὅστις IV. 2. 6.
Greek Monotonic
ὁτιοῦν: = ὅτι οὖν, ουδ. του ὅστις οὖν, οτιδήποτε, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὁτιοῦν: n к ὁστισοῦν.
Middle Liddell
= ὅτι οὖν, neut. of ὅστις οὖν]
whatsoever, Thuc.