διαθεάομαι

From LSJ
Revision as of 20:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθεάομαι Medium diacritics: διαθεάομαι Low diacritics: διαθεάομαι Capitals: ΔΙΑΘΕΑΟΜΑΙ
Transliteration A: diatheáomai Transliteration B: diatheaomai Transliteration C: diatheaomai Beta Code: diaqea/omai

English (LSJ)

look through, look into, examine, τι Pl.Prt.316a, Cra. 424d; δ. ὅσην χώραν ἔχοιεν X.An.3.1.19.

Spanish (DGE)

examinar con detenimiento, considerar cuidadosamente ταῦτα πάντα Pl.Cra.424d, cf. Prt.316a, Gal.10.476, (λόγους) Pl.Ti.59c, ὅσην μὲν χώραν καὶ οἵαν ἔχοιεν X.An.3.1.19, τὰ κατὰ τὸν ἴδιον οἶκον Ph.1.465, τοὺς νοῦς τῶν ἀνθρώπων Philostr.VA 2.30, πρώτην οὖν διαθεῶ μὲν τὴν λύραν Philostr.Im.1.10.

German (Pape)

[Seite 578] genau betrachten, Plat. Crat. 424 d; Xen. An. 3, 1, 19.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
examiner à fond.
Étymologie: διά, θεάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-θεάομαι nauwkeurig beschouwen, onderzoeken.

Russian (Dvoretsky)

διαθεάομαι: разглядывать, рассматривать (τι и λογισμῶ τι Plat.): διαθεώμενος αὐτῶν ὅσην μὲν χώραν καὶ οἵαν ἔχοιεν Xen. видя, каковы размеры и свойства их страны.

Greek Monotonic

διαθεάομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., βλέπω μέσα από κάτι, εξετάζω προσεκτικά, σε Πλάτ., Ξεν. — ρημ. επίθ., διαθεατέον, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαθεάομαι: μέλλ. -άσομαι [ᾱ]· ἀποθ.· -βλέπω διὰ μέσου τινός, βλέπω μέσα εἴς τι, ἐξετάζω καλῶς, τι Πλάτ. Πρωτ. 316Α, Κρατ. 424D· δ. ὅσην χώραν ἔχοιεν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 19· -οὕτω ῥημ. ἐπίθ., διαθεατέον λογισμῷ Πλάτ. Πολ. 611C.

Middle Liddell

fut. άσομαι
Dep. to look through, examine, Plat., Xen.