παλαιόπλουτος
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ον, full of ancient wealth, χωρίον Th.8.28, cf. Arist.Ath.6.2.
German (Pape)
[Seite 445] mit altem, längst gesammeltem Reichthume, Thuc. 8, 28 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
riche depuis longtemps.
Étymologie: πάλαι, πλοῦτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλαιόπλουτος -ον [παλαιός, πλοῦτος] met oud geld.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαιόπλουτος: издревле богатый (τὸ χωρίον, sc. ἡ Ἴασος Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιόπλουτος: -ον, πλούσιος ἐκ παλαιῦ χρόνου, ὡς τὸ ἀρχαιόπλουτος, Θουκ. 8. 28· ἀντίθετον τῷ νεόπλουτος.
Greek Monolingual
παλαιόπλουτος, -ον (Α)
ο από παλαιά πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -πλοῦτος.
Greek Monotonic
πᾰλαιόπλουτος: -ον, πλούσιος από προηγούμενα χρόνια, σε Θουκ.
Middle Liddell
πᾰλαιό-πλουτος, ον,
rich from early times, Thuc.