κειρύλος
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
v. κηρύλος.
German (Pape)
[Seite 1412] ὁ, bei Ar. Av. 310 komische Verdrehung aus κηρύλος, Eisvogel, mit Anspielung auf κείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κειρύλος -ου scheermeeuw, komische verhaspeling van κηρύλος (ijsvogel).
Russian (Dvoretsky)
κειρύλος: ὁ (шутл. вм. κηρύλος, по созвучию с κείρω) цирюльник Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κειρύλος: ἴδε ἐν λέξ. κηρύλος.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κειρύλος: ὁ, βλ. κηρύλος.