γευστός
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
ή, όν, that may be tasted, τὸ γ. Arist.Rh.1370a23, de An.422a8, Plu.2.38a, Porph.Abst.1.33.
German (Pape)
[Seite 487] was gekostet werden kann, Arist. anim. 3, 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dont on peut goûter.
Étymologie: adj. verb. de γεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γευστός -ή -όν [γεύομαι] wat geproefd kan worden.
Russian (Dvoretsky)
γευστός: имеющий вкус или ощущаемый на вкус (γ. καὶ ἄγευστος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
γευστός: -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ γευθῇ, τὸ γ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 5, π. Ψυχ. 2. 10, 3, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
γευστός, -ή, -όν (Α)
εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να γευθεί, να δοκιμάσει ή να φάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γευστός είναι μτγν. και προήλθε από το σύνθετο άγευστος].