γονυκαμψεπίκυρτος

From LSJ
Revision as of 11:22, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονῠκαμψεπίκυρτος Medium diacritics: γονυκαμψεπίκυρτος Low diacritics: γονυκαμψεπίκυρτος Capitals: ΓΟΝΥΚΑΜΨΕΠΙΚΥΡΤΟΣ
Transliteration A: gonykampsepíkyrtos Transliteration B: gonykampsepikyrtos Transliteration C: gonykampsepikyrtos Beta Code: gonukamyepi/kurtos

English (LSJ)

ον, twisting the knee awry, of the gout, Luc.Trag. 203.

Spanish (DGE)

-ον retuercerrodillas Ποδάγρα Luc.Trag.203.

German (Pape)

[Seite 502] das Knie ganz krumm biegend, ποδάγρα Luc. Tragodop. 202.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui courbe et raccourcit les genoux (la goutte).
Étymologie: γόνυ, κάμπτω, ἐπίκυρτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γονυκαμψεπίκυρτος -ον γόνυ, κάμπτω, ἐπίκυρτος kom. woordvorming die knieën scheefdraait. Luc. 69.203 (van jicht).

Russian (Dvoretsky)

γονυκαμψεπίκυρτος: искривляющий колени (ποδάγρα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

γονῠκαμψεπίκυρτος: -ον, ὁ τὸ γόνυ πάντῃ κυρτὸν ποιῶν, ποδάγρα Λουκ. Τραγῳδοπ. 203·― οὕτω, γονῠκαυσάγρυπνα, ἡ, ἡ τηροῦσα τὸν ἄνθρωπον ἄγρυπνον ἐκ τῆς φλογώσεως τοῦ γόνατος, αὐτόθι 201, κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ γονυκλαυσ-.

Greek Monolingual

γονυκαμψεπίκυρτος, -ον (Α)
(για την ποδάγρα) που στραβώνει το γόνατο.