βαρυόργητος
From LSJ
English (LSJ)
ον, exceeding angry, Πιερίδες AP5.106 (Phld.).
Spanish (DGE)
(βᾰρῠόργητος) -ον que se irrita gravemente Πιερίδες AP 5.107 (Phld.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui éprouve une violente colère.
Étymologie: βαρύς, ὀργάω.
Russian (Dvoretsky)
βαρυόργητος: сильно разгневанный, гневный (Πιερίδες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυόργητος: -ον, ὁ βαρέως, σφοδρῶς ὠργισμένος, Ἀνθ. II. 5. 107
Greek Monotonic
βᾰρῠόργητος: -ον (ὀργάω), υπερβολικά θυμωμένος, σε Ανθ.