δυσεξερεύνητος

From LSJ
Revision as of 12:57, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξερεύνητος Medium diacritics: δυσεξερεύνητος Low diacritics: δυσεξερεύνητος Capitals: ΔΥΣΕΞΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dysexereúnētos Transliteration B: dysexereunētos Transliteration C: dyseksereynitos Beta Code: dusecereu/nhtos

English (LSJ)

ον, hard to explore, Arist.Pol.1330b26.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de explorar, de difícil reconocimiento de ciudades cuyo recorrido es complicado ἡ ... οἰκήσεων διάθεσις ... δ. [τοῖς] ἐπιτιθεμένοις Arist.Pol.1330b26.

German (Pape)

[Seite 679] schwer auszuspüren, Arist. Polit.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à découvrir ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, ἐξερευνάω.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξερεύνητος: с трудом поддающийся исследованию Arst.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξερεύνητος: -ον, δυσκόλως ἐξερευνώμενος, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεξερεύνητος, -ον)
αυτός που δύσκολα εξερευνάται.

Greek Monotonic

δυσεξερεύνητος: -ον, αυτός που δύσκολα εξερευνάται, σε Αριστ.

Middle Liddell

δυσ- εξερεύνητος, ον
hard to investigate, Arist.