δυσεξερεύνητος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον, hard to explore, Arist.Pol.1330b26.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de explorar, de difícil reconocimiento de ciudades cuyo recorrido es complicado ἡ ... οἰκήσεων διάθεσις ... δ. [τοῖς] ἐπιτιθεμένοις Arist.Pol.1330b26.
German (Pape)
[Seite 679] schwer auszuspüren, Arist. Polit.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à découvrir ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, ἐξερευνάω.
Russian (Dvoretsky)
δυσεξερεύνητος: с трудом поддающийся исследованию Arst.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξερεύνητος: -ον, δυσκόλως ἐξερευνώμενος, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσεξερεύνητος, -ον)
αυτός που δύσκολα εξερευνάται.
Greek Monotonic
δυσεξερεύνητος: -ον, αυτός που δύσκολα εξερευνάται, σε Αριστ.
Middle Liddell
δυσ- εξερεύνητος, ον
hard to investigate, Arist.