θηράσιμος

From LSJ
Revision as of 13:34, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρᾱ́σιμος Medium diacritics: θηράσιμος Low diacritics: θηράσιμος Capitals: ΘΗΡΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: thērásimos Transliteration B: thērasimos Transliteration C: thirasimos Beta Code: qhra/simos

English (LSJ)

[ᾱ], ον, to be hunted down, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους A.Pr.858.

German (Pape)

[Seite 1209] ον, zu jagen; γάμοι Aesch. Prom. 857; vgl. E. M. 487, 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut être poursuivi, recherché.
Étymologie: θηράω.

Russian (Dvoretsky)

θηράσιμος: (ᾱ) достижимый, осуществимый: οὐ θηράσιμοι γάμοι Aesch. невозможный брак.

Greek (Liddell-Scott)

θηράσιμος: -ᾱ, -ον, (θηράω) ὃν δύναταί τις νὰ θηρεύσῃ, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858.

Greek Monolingual

θηράσιμος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει κάποιος («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρώ ή απ' ευθείας < θήρα.

Greek Monotonic

θηράσιμος: [ᾱ], ον (θηράω), αυτός που θηρεύεται, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θηρά¯σιμος, ον θηράω
to be hunted down or caught, Aesch.