καταστοχασμός

From LSJ
Revision as of 13:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστοχασμός Medium diacritics: καταστοχασμός Low diacritics: καταστοχασμός Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ
Transliteration A: katastochasmós Transliteration B: katastochasmos Transliteration C: katastochasmos Beta Code: katastoxasmo/s

English (LSJ)

ὁ, conjecture, D.S.1.37.

Russian (Dvoretsky)

καταστοχασμός:предположение, догадка (ὑπόνοια καί κ. Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

καταστοχασμός: ὁ, εἰκασία, ἐπίτευξις, εἰς ὑπόνοιαν καὶ κ. πιθανὸν Διόδ. 1. 37.

Greek Monolingual

καταστοχασμός, ὁ (Α) καταστοχάζω
υπόνοια, εικασία, συμπέρασμα.