λεπαῖος

From LSJ
Revision as of 13:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπαῖος Medium diacritics: λεπαῖος Low diacritics: λεπαίος Capitals: ΛΕΠΑΙΟΣ
Transliteration A: lepaîos Transliteration B: lepaios Transliteration C: lepaios Beta Code: lepai=os

English (LSJ)

α, ον, (λέπας) of a scaur or cliff, ὀφρύη E.Heracl.394; rocky, rugged, χθών, νάπαι, Id.Hipp.1248, IT324.

German (Pape)

[Seite 29] felsig, bergig; χθών Eur. Hipp. 1248; νάπας λεπαίας I. T 324; ὀφρύη Heracl. 395.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
montagneux, rocheux.
Étymologie: λέπας.

Russian (Dvoretsky)

λεπαῖος:
1) скалистый, холмистый (νάπη, χθών Eur.);
2) обрывистый (ὀφρύη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπαῖος: -α, -ον, (λέπας) ἐπὶ ἀποκρήμνου τόπου, ὀφρύη Εὐρ. Ἡρακλ. 394· πετρώδης, ἀπόκρημνος, χθών, νάπη ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1248, Ι. Τ. 324.

Greek Monolingual

λεπαῖος, -αία, -ον (Α) λέπας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απόκρημνο τόπο («λεπαίαν δ' ὀφρύην καθήμενος σκοπεῑ», Ευρ.)
2. βραχώδης, πετρώδης.

Greek Monotonic

λεπαῖος: -α, -ον (λέπας), πετρώδης, απόκρημνος λέγεται για τόπο, σε Ευρ.

Middle Liddell

λεπαῖος, η, ον λέπας
rocky, rugged, Eur.

English (Woodhouse)

of ground, of rock, strewn with boulders

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)