μυροπώλης

From LSJ
Revision as of 14:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠροπώλης Medium diacritics: μυροπώλης Low diacritics: μυροπώλης Capitals: ΜΥΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: myropṓlēs Transliteration B: myropōlēs Transliteration C: myropolis Beta Code: muropw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, dealer in unguents or scented oils, perfumer, Lys.Fr.1.5, X.Smp.2.4, Antiph. 35, Theopomp.Com.1, PRyl.420 (ii A.D.), Judeich, Altertümer von Hierapolis No.262.

German (Pape)

[Seite 221] ὁ, Salbenhändler, der wohlriechende Oele verkauft; Xen. conv. 2, 4; Ath. XIII, 612 e aus Lys. u. XII, 552 f.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de parfums, parfumeur.
Étymologie: μύρον, πωλέω.

Russian (Dvoretsky)

μῠροπώλης: ου ὁ торговец, благовониями Xen., Lys.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλητὴς μύρων ἢ εὐωδῶν ἐλαίων, μυρεψός, Λυσ. Ἀποσπ. 2, Ξεν. Συμπ. 2, 4, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀντείᾳ» 2.

Greek Monolingual

ο (Α μυροπώλης, θηλ. μυρόπωλις)
αυτός που πουλά αρωματικά έλαια, μύρα, αρωματοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. παντοπώλης.

Greek Monotonic

μῠροπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που εμπορεύεται μύρα ή αρωματικά έλαια, αρωματοπώλης, σε Ξεν.

Middle Liddell

μῠρο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω
a dealer in unguents or scented oils, a perfumer, Xen.