μονόδους

From LSJ
Revision as of 14:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόδους Medium diacritics: μονόδους Low diacritics: μονόδους Capitals: ΜΟΝΟΔΟΥΣ
Transliteration A: monódous Transliteration B: monodous Transliteration C: monodous Beta Code: mono/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ, one-toothed, A.Pr.796.

German (Pape)

[Seite 202] οντος, mit nur einem Zahne, κόραι τρεῖς μονόδοντες, Aesch. Prom. 798.

French (Bailly abrégé)

όδοντος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu'une dent.
Étymologie: μόνος, ὀδούς.

Russian (Dvoretsky)

μονόδους: όδοντος adj. однозубый: κόραι τρεῖς μονόδοντες Aesch. три девы с одним (общим) зубом, т. е. дочери Форка.

Greek (Liddell-Scott)

μονόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὀδόντα, Αἰσχύλ. Πρ. 796.

Greek Monolingual

ο και η (Α μονόδους)
νεοελλ.
ζωολ. ελληνική ονομασία της μπελούγκα
αρχ.
αυτός που έχει μόνο ένα δόντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὀδούς, οδόντος].

Greek Monotonic

μονόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ένα μόνο δόντι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μον-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,
one-toothed, Aesch.

English (Woodhouse)

with a single tooth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)