νεκροσυλία

From LSJ
Revision as of 14:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροσῡλία Medium diacritics: νεκροσυλία Low diacritics: νεκροσυλία Capitals: ΝΕΚΡΟΣΥΛΙΑ
Transliteration A: nekrosylía Transliteration B: nekrosylia Transliteration C: nekrosylia Beta Code: nekrosuli/a

English (LSJ)

ἡ, robbery of the dead, Pl.R.469e.

German (Pape)

[Seite 238] ἡ, die Plünderung der Todten, Plat. Rep. V, 469 e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de dépouiller les morts.
Étymologie: νεκρός, συλάω.

Russian (Dvoretsky)

νεκροσῡλία:ограбление покойников Plat.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροσῡλία: ἡ, ἡ σύλησις τῶν νεκρῶν, Πλάτ. Πολ. 469Ε.

Greek Monolingual

η (Α νεκροσυλία)
σύληση του νεκρού, λαθραία αφαίρεση τών αντικειμένων που έχουν ταφεί μαζί με τον νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -συλία (< -συλος < συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. θεο-συλία, ιερο-συλία].

Greek Monotonic

νεκροσῡλία: ἡ, σύληση νεκρών, ληστεία τάφων, σε Πλάτ.

Middle Liddell

νεκρο-σῡλία, ἡ,
robbery of the dead, Plat.