Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
[Seite 757] att. statt προσέοικα, w. m. s.
v. *προσείκω.
προσεῖκα: стяж. = προσέοικα.
προσεῖκα: Ἀττ. ἀντὶ προσέοικα, ὃ ἴδε.
Α
(αττ. τ.) βλ. προσέοικα.
προσεῖκα: Αττ. αντί προσέοικα.