τετραπρόσωπος
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
ον, with four faces or fronts, βωμός Plu. 2.308a; ἀριθμός, of the τετράς, Herm. in Phdr.p.107 A.
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Gesichtern, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre visages.
Étymologie: τέσσαρες, πρόσωπον.
Russian (Dvoretsky)
τετραπρόσωπος: четвероликий (βωμός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα πρόσωπα ἢ μέτωπα, βωμὸς Πλούτ. 2. 308Α˙ ὅρασιν ζῴου τετραπροσώπου Ἀθαν. Τ. 2, σ. 100D.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερα πρόσωπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. διπρόσωπος.