φίλοινος
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
ον, fond of wine, μοῦσα E.Fr.184 (s. v.l.), cf. Theopomp.Com.78, Pl.Ly.212d, R.475a, Arist.Rh.1371a18, Jul. Caes.330c: Sup., Plu.Cic.27; ἔθνος Ael.VH3.13.
German (Pape)
[Seite 1280] den Wein, den Trunk liebend; Plat. Rep. V, 475 a; Leon. Tar. 87 (VII, 455); Plut. oft.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le vin, ivrogne;
Sp. φιλοινότατος.
Étymologie: φίλος, οἶνος.
Russian (Dvoretsky)
φίλοινος: любящий вино, предающийся пьянству Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φίλοινος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν οἶνον ἀγαπῶν νὰ πίνῃ, Πλάτ. Λῦσ. 212Β, Πολ. 475Α, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 17· φιλοινότατος Πλουτ. Κικ. 27, Αἰλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που του αρέσει το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἶνος.
Greek Monotonic
φίλοινος: -ον, αυτός που αγαπά το κρασί, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
φίλ-οινος, ον,
fond of wine, Plat., etc.