ἀναθηλέω

From LSJ
Revision as of 17:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθηλέω Medium diacritics: ἀναθηλέω Low diacritics: αναθηλέω Capitals: ΑΝΑΘΗΛΕΩ
Transliteration A: anathēléō Transliteration B: anathēleō Transliteration C: anathileo Beta Code: a)naqhle/w

English (LSJ)

sprout afresh, οὐδ' ἀναθηλήσει Il.1.236.

Spanish (DGE)

reverdecer, retoñar τόδε σκῆπτρον ... οὐδ' ἀναθηλήσει Il.1.236, ῥίζη δ' ἀναθηλήσει Orac.Sib.11.252
fig. αὐτίκα γάρ μοι χρὼς ἀναθηλήσει κρατὶ μελαινομένῳ AP 5.264 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 188] wieder aufgrünen, Il. 1, 236.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pousser ou fleurir de nouveau.
Étymologie: ἀνά, θάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθηλέω: вновь зацветать или вновь зеленеть Hom., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθηλέω: ὡς τὸ ἀναθάλλω, βλαστάνω ἐκ νέου, οὐδ’ ἀναθηλήσει, οὐδ’ ἀναβλαστήσει, Ἰλ. Α. 236.

English (Autenrieth)

(θάλλω): bloom again, fut., Il. 1.236†.

Greek Monotonic

ἀναθηλέω: μέλ. -ήσω (θάλλω), ξαναβλασταίνω, φυτρώνω εκ νέου, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

θάλλω
to sprout afresh, Il.