ἀναντίλεκτος
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
ον, undisputed, PHib.95.13; incontestable, Cic.QF 2.8.1, Luc.Eun.13; not to be opposed δεήσεις J.AJ19.1.4. Adv. -τως Aen.Tact.31.9, Str.13.3.6, Luc.Cal.6.
Spanish (DGE)
-ον
I 1sobre lo que no hay disputa δραχμαί PHib.95.13 (III a.C.), cf. SB 6094.15, 6095.2 (III a.C.).
2 al que no puede oponerse, incontestable: causa Cic.QF 2.9.1, ἀπόδειξις Luc.Eun.13, ὑπόμνησις Hierocl.p.29
•perentorio δεήσεις I.AI 19.24.
II adv. -ως incontestablemente ἀ. ἤλεγξεν Aen.Tact.31.9 ter, ἄξιος μνήμης ... ἀ. ... ἐστιν Str.13.3.6.
German (Pape)
[Seite 199] dem man nicht widersprechen kann, unwidersprechlich, causa, Cic. ad Quint. fr. 2, 10; Ios. Auch adv. -λέκτως, Strab. XIII.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incontestable.
Étymologie: ἀ, ἀντιλέγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναντίλεκτος: неоспоримый, бесспорный Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναντίλεκτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος ἀντιλογίαν, Κικ. π. Κόϊντ. ἀδελφ. 2. 10, Λουκ. Εὐν. 13. ― Ἐπίρρ. -τως Στράβ. 622.
Greek Monolingual
-ο (Α ἀναντίλεκτος, -ον) ἀντιλέγω
αυτός που δεν επιδέχεται αντιλογία, αναμφισβήτητος, αναντίρρητος.
Greek Monotonic
ἀναντίλεκτος: -ον, αναντίρρητος, μη επιδεχόμενος αντιλογία, σε Λουκ.
Middle Liddell
incontestable, Luc.