ἀφεκτέον
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
(ἀπέχομαι) one must abstain from, τινός X.Mem.1.2.34; τροφῆς Porph.Abst.1.38, etc.; one must leave alone, τινός Gal. 17(2).359: so in plural ἀφεκτ-τέα, Ar.Lys.124; cf. ἀποσχετέον.
Spanish (DGE)
hay que abstenerse c. gen. de cosas y abstr. φιλημάτων X.Smp.4.26, τοῦ ὀρθῶς λέγειν X.Mem.1.2.34, cf. 2.6.1, 2, τῶν ἡδονῶν D.Chr.3.59, τῆς μουσικῆς Aristid.Quint.2.28, τροφῆς Porph.Abst.1.38
•medic. hay que evitar τοῦ φλέγματος Gal.17(2).359
•tb. en plu. ἀφεκτέα ... ἐστὶν ἡμῖν τοῦ πέους debemos abstenernos del pene Ar.Lys.124.
German (Pape)
[Seite 408] man muß sich enthalten, τινός Ar. Lys. 122; Xen. Mem. 1, 2, 84 u. A.
Russian (Dvoretsky)
ἀφεκτέον: adj. verb. к ἀπέχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀπέχομαι, πρέπει τις νὰ ἀπέχηταί τινος, δῆλον ὅτι ἀφεκτέον εἴη τοῦ ὀρθῶς λέγειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 34, κτλ.· οὕτω κατὰ πληθ. -τέα Ἀριστοφ. Λυσ. 124. Πρβλ. ἀποσχετέον.
Greek Monotonic
ἀφεκτέον: ρημ. επίθ. του ἀπέχομαι, πρέπει να απέχει κάποιος από κάτι, τινός, σε Ξεν.