ἐκραίνω

From LSJ
Revision as of 19:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκραίνω Medium diacritics: ἐκραίνω Low diacritics: εκραίνω Capitals: ΕΚΡΑΙΝΩ
Transliteration A: ekraínō Transliteration B: ekrainō Transliteration C: ekraino Beta Code: e)krai/nw

English (LSJ)

scatter out of, make to fall in drops from, κόμης μυελὸν ἐ. S.Tr.781; ἐγκέφαλον ἐξέρρᾱνε E.Cyc.402: metaph., τὴν χεῖρα καὶ τὴν ἅλυσιν ἐκ τῆς μηχανῆς dub. in Plb.8.6.3.

Spanish (DGE)

1 hacer salir, esparcir κόμης ... μυελόν S.Tr.781, ἐγκέφαλον E.Cyc.402.
2 dejar caer, soltar τὴν χεῖρα καὶ τὴν ἅλυσιν ἐκ τῆς μηχανῆς ... ἐξέρραινε dejaba caer el garfio y la cadena de la máquina Plb.8.6.3.

German (Pape)

[Seite 777] ausspritzen; κόμης λευκὸν μυελόν Soph. Tr. 778; Eur. Cycl. 402.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξέρρανα;
faire jaillir.
Étymologie: ἐκ, ῥαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκραίνω: (aor. ἐξέρρᾱνα) разбрызгивать, брызгать (κόμης λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει Soph.; ἐγκέφαλον ἐξέρρανε Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκραίνω: κάμνω τι νὰ ἐκραίνῃ, νὰ ῥαίνῃ, νὰ στάζῃ ἔξω, κόμης δὲ λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει Σοφ. Τρ. 785· ἐγκέφαλον ἐξέρᾱνε Εὐρ. Κυκλ. 402.

Greek Monolingual

ἐκραίνω (Α)
1. ραντίζω έξω
2. κάνω κάτι να χύνεται, να χυθεί ή να στάζει έξω.

Greek Monotonic

ἐκραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ραντίζω, αποστάζω, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to scatter out of, make to fall in drops from, Soph.