mysterious
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Secret: P. and V. κρυπτός; see secret. Obscure: P. and V. ἀσαφής, ἀφανής, ἄδηλος. Dark: P. and V. αἰνιγματώδης, V. δυσμαθής, ἄσημος, ἀξύμβλητος, ἄσκοπος, αἰολόστομος, ἐπάργεμος, δυστόπαστος, δυστέκμαρτος, δυσεύρετος, ψελλός, αἰνικτός, Ar. and P. ἀτέκμαρτος. Not to be spoken: P. and V. ἄρρητος, ἀπόρρητος. Not to be meddled with: P. and V. ἀκίνητος (Plat.).