ἐπιχαρής
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ές, A gratifying, agreeable, τίς ὧδε τλησικάρδιος.., ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῆ; A.Pr.161 (lyr.); πόρνη καλὴ καὶ ἐ. LXX Na.3.4. II of a person, rejoiced at, πτώματι ἐχθρῶν LXX Jb.31.29.
German (Pape)
[Seite 1002] ές, 11 erfreuend, angenehm, τινί, Aesch. Prom. 160. – 21 erfreut worüber, τινί, LXX.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
réjouissant, agréable.
Étymologie: ἐπιχαίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχᾰρής: радостный, приятный (τινι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχᾰρής: -ές, εὐχάριστος, χαροποιός, τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ; Αἰσχύλ. Πρ. 160. ΙΙ. ἐπὶ προσώπου, ὁ χαίρων ἐπί τινι, εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΑ΄, 29).
Greek Monolingual
ἐπιχαρής, -ές (Α)
1. ευχάριστος, χαροποιός («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» — ποιός απ’ τους θεούς είναι τόσο ασυγκίνητος ώστε αυτά να τον χαροποιούν; Αισχύλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που χαίρεται για κάτι («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου» — αν χάρηκα για την πτώση, την ήττα τών εχθρών μου, ΠΔ)
3. (για πρόσωπο) ελκυστικός, γοητευτικός («πόρνη καλή καὶ ἐπιχαρής», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρής < χάρος, το ή θ. χαρ- (ε-χάρ-ην)].
Greek Monotonic
ἐπιχᾰρής: -ές (χαρά), ευχάριστος, αρεστός, προσηνής, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐπι-χᾰρής, ές χαρά
gratifying, agreeable, Aesch.