ἰσοϋψής

From LSJ
Revision as of 20:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοϋψής Medium diacritics: ἰσοϋψής Low diacritics: ισοϋψής Capitals: ΙΣΟΫΨΗΣ
Transliteration A: isoüpsḗs Transliteration B: isoupsēs Transliteration C: isoypsis Beta Code: i)sou+yh/s

English (LSJ)

ές, of equal height, Euc.11.34,al.; τείχει, νεῷ, Plb.8.4.4, Str.17.1.28:—also ἰσό-ϋψος, ον, Gal.18(1).757.

German (Pape)

[Seite 1268] ές, gleich hoch; κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Pol. 8, 6, 4, a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοϋψής: столь же высокий, равный по высоте (κλῖμαξ ἰ. τῷ τείχει Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοϋψής: -ές, ἔχων ἴσον ὕψος, κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Πολύβ. 8. 6, 4.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ἰσοϋψής, -ές)
αυτός που έχει ίσο ύψος με κάποιον άλλο («ισοϋψή δένδρα»)
νεοελλ.
φρ. 1) «ισοϋψή σημεία» — τα σημεία που έχουν την ίδια απόσταση από ένα επίπεδο αναφοράς ή το ίδιο υψόμετρο
2) «ισοϋψής καμπύλη» — καμπύλη που σε έναν τοπογραφικό χάρτη ή σε διάγραμμα ενώνει τα σημεία τα οποία έχουν το ίδιο υψόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ύψος].