ὅρισμα

From LSJ
Revision as of 21:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅρισμα Medium diacritics: ὅρισμα Low diacritics: όρισμα Capitals: ΟΡΙΣΜΑ
Transliteration A: hórisma Transliteration B: horisma Transliteration C: orisma Beta Code: o(/risma

English (LSJ)

Ion. οὔρ-, ατος, τό, (ὁρίζω) boundary, limit, Hdt.2.17: and in plural, like ὅρια 1, Id.4.45, E.Hec.16; ὅ. βαρβάρων against them, Id.IA952 : prov., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, of matters which should be kept apart, Trag.Adesp.560.

German (Pape)

[Seite 378] τό, die Gränze; Eur. oft, ἕως γῆς ὄρθ' ἔκειθ' ὁρίσματα, Hec. 16, πρὶν τὰ Τροίας εἰσβαλεῖν ὁρίσματα, Andr. 969, das Gebiet; – übh. Bestimmung, Plut. de sanit. tuend. im Anf. sagt χωρὶς γὰρ τὰ φιλοσόφων καὶ ἰατρῶν ὁρίσματα ὥςπερ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν, u. auch sonst wird das sprichwörtlich gewordene χωρὶς τὰ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα angeführt, die oft über die Gränzen stritten.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
borne, frontière, limite ; territoire enfermé dans des limites, pays, contrée.
Étymologie: ὁρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὅρισμα: ион. οὔρισμα, ατος τό (преимущ. pl.)
1) граница, рубеж, предел, Her., Eur.: Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα погов. Plut. границы мисийцев и фригийцев, т. е. предмет вечных споров;
2) pl. область, страна (τὰ Τροίας ὁρίσματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὅρισμα: Ἰων. οὔρ-, τό, (ὁρίζω) ὅριον, σύνορον, Ἡρόδ. 2. 17˙ καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ ὅρια, ὁ αὐτ. 4. 45, Εὐρ. Ἑκάβ. 16˙ - ὅρισμα βαρβάρων, ἐναντίον αὐτῶν, ὁ αὐτ. Ι. Α. 952˙ - παροιμ., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, ἐπὶ διαφιλονικουμένων ζητημάτων, Πλούτ. 2. 122C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὅρισμα˙ στήριγμα. ἢ ὅρος».

Greek Monotonic

ὅρισμα: -ατος, Ιων. οὕρισμα, τό (ὁρίζω), σύνορο, όριο, και στον πληθ., σύνορα, συνοριακή γραμμή, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

ὁρίζω
a boundary, limit, and in plural, boundaries, the borders, Hdt., Eur.

English (Woodhouse)

boundary

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)