πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
adv.
P. οὐδένι κόσμῳ, ἀτάκτως, χύδην, ἀναμίξ, P. and V. εἰκῆ, φύρδην (Xen.), or use adj., P. and V. συμμιγής (Plat.), σύμμικτος. They scattered all pell-mell: V. πάντʼ ἄνω τε καὶ κάτω διέφερον (Eur., Bacch. 753).