σκοτοδινία
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, dizziness, vertigo, Hp.VM10, Coac.157, Morb.2.4, Pl.Sph.264 c.
German (Pape)
[Seite 905] ἡ, Schwindel, wobei es Einem finster und drehend vor den Augen wird; Plat. Soph. 264 c; καὶ ἴλιγγος, Legg. X, 892 e; Medic.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκοτοδῑνία -ας, ἡ Ion. σκοτοδινίη [σκότος, δίνη] duizeligheid, duizeling.
Russian (Dvoretsky)
σκοτοδῑνία: ἡ головокружение Plat.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτοδῑνία: Ἰων. -ίη, ἡ, «ζάλη», σκοτασμός, σκότισις τοῦ ἐγκεφάλου, vertigo, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12. 11., 144Α, 463. 3, Πλάτ. Σοφ. 264C· πρβλ. ἴλιγγος.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἴλιγγος, ζάλη). Ἀπό τό σκοτοδινιάω = σκοτοδινέω → σκότος + δῖνος (=στρόβιλος). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς λέξεις δίνη – δῖνος καί στό σκοτεινός.