λᾶς

From LSJ
Revision as of 15:50, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾶς Medium diacritics: λᾶς Low diacritics: λας Capitals: ΛΑΣ
Transliteration A: lâs Transliteration B: las Transliteration C: las Beta Code: la=s

English (LSJ)

v. λᾶας, Hsch.; v. λαστρυγυλίας.

French (Bailly abrégé)

v. λᾶας.

Greek (Liddell-Scott)

λᾶς: λᾶος, ὁ, λίθος, Ἀττ. συνῃρ. ἀντὶ λᾶας, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

λᾶς: λᾶος, ὁ, λίθος, πέτρα, Αττ. συνηρ. αντί λᾶας.

Mantoulidis Etymological

ὁ (=πέτρα). Ἀρχικά ἦταν λᾶϝας. Ἔχει σχέση μέ τά: λεύς (δωρ. τύπος ἀντί λᾶας), λεύω (=πετροβολῶ), λεύσιμος. Ἀπό τό λᾶας παράγωγα: λᾶϊγξ (=λιθάρι), λάινος (=πέτρινος), λατόμος.