παραγεμίζω
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
παραγεμίζω και παραγιομίζω
1. γεμίζω κάτι πάρα πολύ, υπερπληρώ («παραγέμισες τη βαλίτσα»)
2. προσθέτω στο κυρίως φαγητό διάφορα υλικά ή αρτύματα, βάζω τη γέμιση («παραγεμίζω τα κολοκυθάκια»)
3. μτφ. (σχετικά με λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο) παρενθέτω διάφορα στοιχεία, όπως λ.χ. φράσεις, παραπομπές, ρητά, πλεοναστικώς, προσθέτω περιττά στοιχεία
4. υπερπληρούμαι, ξεχειλίζω («παραγέμισε η στέρνα»).