ἀναπίνω

From LSJ
Revision as of 09:21, 8 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπῑ́νω Medium diacritics: ἀναπίνω Low diacritics: αναπίνω Capitals: ΑΝΑΠΙΝΩ
Transliteration A: anapínō Transliteration B: anapinō Transliteration C: anapino Beta Code: a)napi/nw

English (LSJ)

[ῑ], drink up, suck in like a sponge, Hp.VM22; absorb again, of suppurations which do not come to a head, Id.Art.40; of extravasated blood, ib.50, cf. Gal.7.694.

Spanish (DGE)

1 absorber abs. de ciertos órganos, Hp.VM 22
en v. pas. ὕδωρ ... ἀναποθὲν ὑπὸ τῆς γεώδους οὐσίας Hero Spir.proem., τὸ ῥεῦμα ... ὑπὸ τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης ἀναπινόμενον Procl.in Ti.1.121.26.
2 en v. med. reabsorberse de supuraciones, Hp.Art.40, ἡ σκαμμωνία ... ἀναπίνεται εἰς τοὺς πόρους Arist.Pr.864b22, cf. Gal.7.694
v. med.-pas. evaporarse ἵνα μὴ ἀπὸ τῶν σκευαρίων ἀναποθῇ Gp.18.21.1.

German (Pape)

[Seite 202] (s. πίνω), zurück-, aufschlürfen, einsaugen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπίνω: [ῑ], πίνω, ῥοφῶ, ἀναρροφῶ, ὡς ὁ σπόγγος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: - ἐκ νέου ἀπορροφῶ, Λατ. resorbere, ἐπὶ πυώσεως (ὄμπυασμα), ἥτις δὲν συμπυκνοῦται ὅπως ἀποτελέσῃ κεφαλήν, ἀλλὰ πάλιν ἀναπίνεται ὑπὸ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 805, πρβλ. 817.

Greek Monolingual

ἀναπίνω)
πίνω κάτι ρουφώντας το, απορροφώ, απομυζώ
νεοελλ.
1. αναδίνω υγρασία απορροφώντας το νερό, αναλιγδιάζω, αναξερνώ
2. υγραίνομαι από την εξωτερική υγρασία
αρχ.
απορροφώ εκ νέου.