δύσπονος
From LSJ
English (LSJ)
ον, toilsome, S.Ant.1276 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
penoso, doloroso πόνοι βροτῶν δύσπονοι S.Ant.1276, cf. Eust.1548.9.
German (Pape)
[Seite 687] mühselig, πόνοι Soph. Ant. 1262.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fatigant, pénible.
Étymologie: δυσ-, πόνος.
Russian (Dvoretsky)
δύσπονος: тяжелый, непосильный (πόνοι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσπονος: -ον, κοπώδης. Σοφ. Ἀντ. 1276.
Greek Monolingual
δύσπονος, -ον (Α)
κοπιαστικός.
Greek Monotonic
δύσπονος: -ον, κουραστικός, επίπονος, κοπιαστικός, σε Σοφ.
Middle Liddell
δύσ-πονος, ον
toilsome, Soph.