κυνηγία
English (LSJ)
ἡ, hunt, chase, Arist.Rh.1371a5, Plb.8.25.4, D.S.3.36, etc.:—Trag. in Dor. form κυναγία (cf. κυναγός) S.Aj.37 (cod. Med.), E.Hipp.109, and so prob. in Id Ba.339 (pl.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chasse.
Étymologie: κυνηγός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγία -ας, ἡ, Dor. κυνᾱγία, het jagen, de jacht (met honden):. κυνηγία καὶ πᾶσα θηρευτική jacht met honden en jagen in het algemeen Aristot. Rh. 1371a5.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγία: дор. κῠνᾱγία ἡ Soph., Eur., Arst. = κυνηγέσιον 1 и 6.
Greek Monolingual
κυνηγία, ἡ, δωρ. τ. κυναγία (Α) κυνηγός
κυνήγι, θήρα.
Greek Monotonic
κῠνηγία: Δωρ. κυνᾱγία, ἡ, κυνήγι, καταδίωξη, θήρα, σε Τραγ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγία: ἡ, θήρα, κυνηγεσία, κυνήγιον, Τραγ. (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ κυνᾱγία, ἴδε ἐν λ. κυναγός), Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 15, Πολύβ., κτλ.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
German (Pape)
ἡ, die Jagd; Soph. Aj. 37; in dor. Form κυναγία, Eur. Hipp. 109; Pol. 4.8.9, und in späterer Prosa öfter.