χείσομαι
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
v. χανδάνω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
f. de χανδάνω.
Russian (Dvoretsky)
χείσομαι: fut. к χανδάνω.
Greek (Liddell-Scott)
χείσομαι: ἴδε χανδάνω ΙΙ.
English (Autenrieth)
see χανδάνω.
Greek Monotonic
χείσομαι: μέλ. του χανδάνω.
German (Pape)
ist fut. von χανδάνω, und nicht auf einen neuen Stamm χείω zurückzuführen.