χείω
From LSJ
τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1348] ep. = χέω, gießen, Hes. Th. 83. – Aber χείσομαι ist fut. von χανδάνω (w. m. s.), und nicht auf einen neuen Stamm χείω zurückzuführen.
Russian (Dvoretsky)
χείω: Hes. = χέω.
Greek (Liddell-Scott)
χείω: Ἐπικ. ἀντὶ χέω, χύνω, τῷ μὲν ἐπὶ γλώσσῃ γλυκερὴν χείουσιν ἐέρσην Ἡσ. Θεογ. 83.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) βλ. χέω.