αὐτόροφος
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
English (LSJ)
ον, self-covered, roofed or vaulted by nature, πέτρα Opp. H.1.22; καλάμων σκηναί D.H.1.79; αὐ. στέγη a natural roof, Ael. NA16.17.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): αὐτώροφος Gr.Naz.M.37.1439A
1 que forma techo natural πέτρα Opp.H.1.22, Eust.Op.324.51, καλάμων σκηναί D.H.1.79, μέλαθρον Nonn.D.14.67, οἶκος Gr.Naz.l.c.
2 que constituye un abrigo natural στέγη Ael.NA 16.17, κενέων Nonn.D.15.192, αὐτορόφοισιν ὑπ' οὔρεσι Orác. en ZPE 7.1971.207.6 (Dídima II d.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui forme un abri naturel.
Étymologie: αὐτός, ὄροφος.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόροφος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ ἐστεγασμένος, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἔχων ὀροφήν, πέτραι Ὀππ. Ἁλ. 1. 22· σκηναὶ· Διον. Ἁλ. 1. 79· αὐτόροφος στέγη, φυσικὴ στέγη, Αἰλ. π. Ζ. 16. 17.
Greek Monolingual
αὐτόροφος, -ον (AM) και αὐτώροφος, -ον (Α)
ο αφευατού στεγασμένος, αυτός που έχει φυσική οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + όροφος. Το –ω του τ. αυτώροφος βάσει του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. διώροφος, τριώροφος)].
German (Pape)
(ὀροφή), sich selbst bedachend, von Natur bedeckt, σκηναί Dion.Hal. 1.79; στέγη, natürliches Dach, Ael. N.A. 16.17; ἄντρα πέτρης αὐτορόφου Opp. H. 1.22; Cyn. 2.588.