λυκιοεργής
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
contr. Λυκιουργής, ές, of Lycian workmanship, προβόλους Λυκιοεργέας (λυκοεργέας and λυκεργέας codd.) Hdt. 7.76 (quoted by Ath. 11.486d); Λυκιουργεῖς φιάλαι D. 49.31, cf. Poll. 6.97; called βατιάκαι Λυκιουργοί in Epist. Alex. ap. Ath. 11.784b (-ουργεῖς corr. Schw.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
travaillé en Lycie.
Étymologie: Λυκία, ἔργον.
Greek Monolingual
λυκιοεργής και συνηρ. τ. λυκιουργής, -ές (Α)
κατασκευασμένος κατά τον τρόπο τών Λυκίων (α. «ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας εἶχον σμικράς, καὶ προβόλους δύο λυκιοεργέας ἕκαστος εἶχε», Ηρόδ.
β. «λυκιουργεῖς φιάλαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκιος + -εργής (< ἔργον)].
Russian (Dvoretsky)
λυκιοεργής: стяж. λυκιουργής 2 изготовленный в Ликии, ликийской работы (πρόβολοι Her.; φιάλαι Dem.).
German (Pape)
ές, zusammengezogen λυκιουργής, von lykischer Arbeit, wie sie in Lykien gemacht wird; Her. 7.76, wo v.l. λυκοεργής; Dem. 49.31; vgl. Ath. XI.486d; Poll. 6.97.