λυκοεργής
From LSJ
σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακό → better than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse
English (LSJ)
λυκοεργές, f.l. for Λυκιο- in Hdt.7.76.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui écarte, ou peut-être qui tue les loups.
Étymologie: λύκος, εἴργω ou ἔργον.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκοεργής: -ές, ὁ καταστρέφων τοὺς λύκους, λυκοκτόνος, Λατ. lupos conficiens, ἴδε Λυκιοεργής.
Russian (Dvoretsky)
λῠκοεργής: служащий для истребления волков (πρόβολος Her. - v.l. λυκιοεργής).
German (Pape)
ές, Wölfe abtuend, tötend, πρόβολοι λυκοεργέες, Wurfspieße zum Abfangen od. Erlegen der Wölfe, Her. 7.76, wo man λυκιοεργής geändert hat (s. oben).