μανιόκηπος

From LSJ
Revision as of 16:59, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιόκηπος Medium diacritics: μανιόκηπος Low diacritics: μανιόκηπος Capitals: ΜΑΝΙΟΚΗΠΟΣ
Transliteration A: maniókēpos Transliteration B: maniokēpos Transliteration C: maniokipos Beta Code: manio/khpos

English (LSJ)

ον, (κῆπος III) of women, madly lustful, Anacr.158, Com.Adesp.1366.

Russian (Dvoretsky)

μανιόκηπος: adj. f болезненно похотливая Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνιόκηπος: -ον, (κῆπος ΙΙΙ) ἐπὶ γυναικῶν, ἀκόλαστος, ἀσελγὴς μέχρι παραφροσύνης, ἀνδρομανής, Ἀνδρ. 153.

Greek Monolingual

μανιόκηπος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που πάσχει από νυμφομανία, ανδρομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + κῆπος «γυναικείο εφήβαιο»].

German (Pape)

von geilen Weibern, manntoll, s. κῆπος, Eust.