κορκορυγμός
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ὁ, = κορκορυγή (rumbling noise, tumult, din), of the bowels, Ps.-Luc. Philopatr. 3.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
borborygme des intestins ; p. ext. tout bruit sourd, bruit, tumulte d'un combat.
Étymologie: DELG onomatopée ; cf. βορβορυγμός.
Russian (Dvoretsky)
κορκορυγμός: ὁ Luc. = κορκορυγή.
Greek (Liddell-Scott)
κορκορυγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 3.
Greek Monolingual
κορκορυγμός, ὁ (Α) κορκορυγῶ
υπόκωφος θόρυβος, αναταραχή και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων («πόσος κορκορυγμὸς καὶ κλόνος τὴν γαστέρα σου συνετάρασσε», Λουκιαν.).