συνεπεκπίνω

From LSJ
Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπεκπίνω Medium diacritics: συνεπεκπίνω Low diacritics: συνεπεκπίνω Capitals: ΣΥΝΕΠΕΚΠΙΝΩ
Transliteration A: synepekpínō Transliteration B: synepekpinō Transliteration C: synepekpino Beta Code: sunepekpi/nw

English (LSJ)

[ῑ], drink off together, ἅμα τινί AP6.292 (Hedyl., dub.l.).

French (Bailly abrégé)

absorber ou vider ensemble.
Étymologie: σύν, ἐπεκπίνω.

Russian (Dvoretsky)

συνεπεκπίνω: (aor. 2 συνεπέκπιον) вместе выпивать (ἅμα τινί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεκπίνω: ἐκπίνω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Ἀνθ. Π. 6. 292.

Greek Monolingual

Α
πίνω από κοινού με κάποιον κάτι μετά από κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεκπίνω «πίνω κάτι μετά από κάτι άλλο»].

Greek Monotonic

συνεπεκπίνω: μέλ. -πίομαι, πίνω μαζί μέχρι την τελευταία σταγόνα, ρουφώ μαζί ως τον πάτο, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. -πίομαι
to drink off together, Anth.

German (Pape)

(πίνω), mit, zugleich hinterher austrinken, und überhaupt verschlingen.